enérgicamente
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Spanish > Greek
ἀγωνιστικῶς, διατεταμένως, ἐνεργῶς, ἐντόνως, ἐπικρατέως, ἐρρωμένως, εὐρώστως, εὐσθενῶς, εὐτόνως, ἰσχυρῶς, πρακτικῶς, προχείρως, ῥωμαλέως