ribbon
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
chaplet: P. and V. στέφανος, τό, στέμμα, τό (Plato but rare P.), V. στέφος, τό, πλόκος, ὁ, πλέγματα, τά, Ar. στεφάνη, ἡ; see fillet.