superioridad
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Spanish > Greek
βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια