-η, -ο (Α ἄθετος, -ον)νεοελλ.ατοποθέτητοςαρχ.1. ο δίχως θέση ή τόπο2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος3. επίρρ. ἀθέτωςπαράνομα, δεσποτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θετός < τίθημι.ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία].