άθετος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθετος, -ον)
νεοελλ.
ατοποθέτητος
αρχ.
1. ο δίχως θέση ή τόπο
2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος
3. επίρρ. ἀθέτως
παράνομα, δεσποτικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θετός < τίθημι.
ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία].