άθετος

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθετος, -ον)
νεοελλ.
ατοποθέτητος
αρχ.
1. ο δίχως θέση ή τόπο
2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος
3. επίρρ. ἀθέτως
παράνομα, δεσποτικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θετός < τίθημι.
ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία].