-η, -ο (AM ἄπεφθος, -ον)(για χρυσό ή ασήμι) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, καθαρός, γνήσιοςαρχ.καλοβρασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφέψω «βράζω καλά». Ο τ. άπεφθος αντί άφεφθος με ανομοίωση].