Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
-η, -ο (AM ἄπεφθος, -ον)
(για χρυσό ή ασήμι) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, καθαρός, γνήσιος
αρχ.
καλοβρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αφέψω «βράζω καλά». Ο τ. άπεφθος αντί άφεφθος με ανομοίωση].