ανομία

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀνομία) άνομος
1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα
2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία
3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία
νεοελλ.
1. αδικία
2. ατυχία, αναποδιά
3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην οποία οι κοινές αξίες και τα κοινά νοήματα δεν είναι πια κατανοητά ή αποδεκτά.