ἀνορύσσω

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Att. ἀνορύττω, pf. Pass.

   A ἀνορώρυγμαι Men.468:—dig up what has been buried, τὰ ὀστέα Hdt.2.41, Lycurg.113; ὑδρίας Ar. Av.602; τινά Id.Pax372, Plu.Ages.20; χρυσόν Luc.Cont.11.    2 ἀ. τάφον dig up, break open, destroy it, Hdt.1.68, Isoc.16.26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. ἀνορώρυγμαι Μένανδ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 3: ― ἀνασκάπτω τι τεθαμμένον, σκάπτω καὶ ἐκβάλλω, «ξεχώννω», τὰ ὀστέα Ἡρόδ. 2. 41, Λυκοῦργ. 164. 7· ὑδρίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 602· τινὰ ὁ αὐτ. Εἰρ. 372, Πλουτ. Ἀγησ. 20· χρυσὸν Λουκ. Χαρίδ. 11. 2) ἀν. τάφον, ἀνοίγω, ἀνασκάπτω, καταστρέφω, Ἡρόδ. 1. 68, Ἰσοκρ. 351Ε.

French (Bailly abrégé)

1 déterrer;
2 violer une sépulture.
Étymologie: ἀνά, ὀρύσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω

• Morfología: [perf. med.-pas. ἀνορώρυγμαι Men.Fr.403]
1 en gener. desenterrar τὰ ὀστέα Hdt.2.41, Lycurg.113, Polyaen.6.53.1, ταύτην (τὴν Εἰρήνην) Ar.Pax 372, ὑδρίας Ar.Au.602, cf. Men.Fr.403, ᾠά Arist.HA 558a10, τοῦτον (χρυσόν) Luc.Cont.11, τὸν Λύσανδρον Plu.2.212d, 229f, τὰ σώματα D.C.73.5.3
fig. λογισμούς Cyr.Al.Apol.Thdt.5.
2 abrir, profanar τάφον Hdt.1.68, Isoc.16.26, X.Eph.3.9.8, τὰς μυωπίας Arist.HA 580b25, τάφρον X.Eph.5.2.4
excavar un canal PTeb.961.3 (II a.C.), POxy.1917.111, γῆν I.BI 2.149
excavar buscando fig. (τὸν θάνατον) ὥσπερ θησαυρούς LXX Ib.3.21.

Greek Monolingual

(ΜΑ ἀνορύσσω και ἀνορύττω)
1. βγάζω από το έδαφος με εκσκαφή κάτι θαμμένο, ξεχώνω
2. διανοίγω, ανοίγω με εκσκαφή
μσν.
μτφ. εξιχνιάζω, διευκρινίζω
αρχ.
1. (σχετικά με φυτό) ξεριζώνω
2. καταστρέφω
3. μπήγω τα νύχια.