ἄλλυδις επίρρ. (Α) ἄλλος(επικός τύπος αντί ἄλλοσε)1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί«ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς.