γγαστρώνω

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
2. γίνομαι ενοχλητικός («μάς γγάστρωσε με την πολυλογία του»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γγαστρωμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) έγκυος
β) για άντρα (κοιλαράς)
γ) παροιμ. «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγγαστρώνω, με σίγηση του αρκτικού ε- (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, ρωτώ < ερωτώ κ.ά.)].