διοργανώνω

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM διοργανῶ, -όω)
τακτοποιώ, διατάσσω κατάλληλα τα μέρη ώστε να αποτελεστεί οργανικό σύνολο
νεοελλ.
προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση, επιχείρηση
αρχ.
διοργανοῡμαι
(για έμβρυο) αποκτώ όργανα.