ψυχαναγκασμός

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. εισβολή, στη σκέψη, ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο άτομο ως νοσηρό φαινόμενο σε ασυμφωνία με το ενσυνείδητο εγώ του, μολονότι εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει παρά τις προσπάθειες του ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αναγκάζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. compulsion και obsession].