ὠμόφρων
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A savage-minded, λύκος A.Ch.421 (lyr.); of persons, S.Aj.930 (lyr.), Tr.975 (anap.), Ph.194 (anap.), E.El. 27, LXX 4 Ma.9.15, etc.: metaph., ὠ. σίδαρος A.Th.730 (lyr.). Adv. ὠμοφρόνως Id.Pers.911 (anap.), cj. in J.Vit.35.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον φρόνημα, σκληρός, ὠμός, ὡς τὸ ὠμόθυμος· λύκος Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. σίδαρος Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
au cœur dur, cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, φρήν.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος
2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὠμοφρόνως Α
με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].