αγανός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀγανός, -ή, -όν)
ήπιος, ήσυχος, πράος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός
2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος
αρχ.
(στον Όμηρο συχνά για τα βέλη της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος) αυτός που προξενεί εύκολο, δηλαδή ανώδυνο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστη
η σύνδεση με το ἄγαμαι δεν ικανοποιεί σημασιολογικά, ενώ η προέλευση από το γάνος (= λαμπρός) δεν δικαιολογεί το αρχικό α-.
ΠΑΡ. νεοελλ. αγανάδα, αγανεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγανόφρων νεοελλ. αγανοϋφαίνω].