επίλυση

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπίλυσις) επιλύω
1. η εύρεση της λύσης που πρέπει («η επίλυση τών προβλημάτων»)
2. εξήγηση, διασάφηση
αρχ.-μσν.
απαλλαγή από κάτι («Ποσειδᾱν, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου», Αισχ.)
μσν.
είδος αυτοκρατορικού εγγράφου
αρχ.
1. απαλλαγή από την εξορία
2. ανασκευή
3. εξόφληση χρέους
4. εξορκισμός, ξόρκι
5. κατάλυση νηστείας
6. αλλαγή επιδέσμων.