επιλύω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐπιλύω)
1. λύνω, επιτυγχάνω την ορθή λύση προβλήματος, διαφοράς κ.λπ.
2. ερμηνεύω, εξηγώ, διασαφώ («χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον
κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα», ΚΔ)
αρχ.
1. απελευθερώνω
2. απελευθερώνω δούλο
3. διαλύω συμβόλαιο, συμφωνία
4. μέσ. εξοφλώ δάνειο ή λογαριασμό
5. παθ. ἐπιλύομαι
απαλλάσσομαι από χρέος
6. πληρώνω, καταβάλλω σε κάποιον.