επιτήδειος

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐπιτήδειος, -ον και -ος, -εία, -ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, -έη, -εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, -α, -ον)
1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ.
β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιτήδεια
τα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τρόφιμα, εφόδια («χρόνον ἐμμείναντες ἐν τῇ Ἀττικῄ ὅσον εἶχον τὰ ἐπιτήδεια», Θουκ.)
μσν.- νεοελλ.
έξυπνος, καταφερτζής
μσν.
1. ο επιδέξια κατασκευασμένος, ο όμορφος
2. χαρακτηριστικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιτηδεία
η επιδεξιότητα
αρχ.-μσν.
(για πράγμ.) χρήσιμος, ωφέλιμος, αρμόζων, αναγκαίος («πονηρὰ καὶ οὐκ ἐπιτήδεια τῷ δήμῳ τῷ ὑμετέρῳ πράττοντας», Λυσ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) οικείος, φιλικός, χρήσιμοςἐπιτήδειος μέν μοι τυγχάνεις ὤν», Λυσ.)
2. ο άξιος να υποστεί κάτι
3. ευνοϊκός
4. (το αρχ. ως ουσ.) ἐπιτήδειος
συγγενής, στενός φίλος («ἦν μοι ἐπιτήδειος καὶ φίλος», Λυσ.)
5. (με γεν.) άξιος
6. φρ. «τὰ ἐπιτήδεια τοῡ σώματος» — τα αναγκαία για περιβολή του ανθρώπινου σώματος.
επίρρ...
επιτήδεια (Μ ἐπιτήδεια)
με επιτηδειότητα, με τάξη, κατάλληλα, επιδέξια, προσεκτικά
(AM ἐπιτηδείως και ιων. τ. ἐπιτηδέως)
1. όπως πρέπει, με τρόπο κατάλληλο, αρμόζοντα
2. φρ. «ἐπιτηδείως ἔχω τινί» — έχω φιλία, διάκειμαι φιλικά προς κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίτηδες. Η αρχική σημασία «κατάλληλος» εξελίχθηκε σε «επιδέξιος». Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι στη συνέχεια η θετική (εύσημη) αυτή σημασία εξελίχθηκε στην αρνητική (κακόσημη) «καπάτσος»].