αηδής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀηδής)
1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος
2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός
3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός
αρχ.
1. επίρρ. ἀηδῶς
α) δυσάρεστα
β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα
2. φρ. «ἀηδῶς ἔχω ή διατελῶ ή διατίθεμαί τινι (ή πρός τινα)», έχω κακές, μη αρμονικές σχέσεις με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -ηδὴς < ἡδὺς ή το ἥδομαι.
ΠΑΡ. αηδία
αρχ.
ἀηδέω, ἀηδίζω.