ήδος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἦδος, -εος, δωρ. τ. ἆδος, το (Α)
1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυσηἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» — και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.)
2. ξίδι, όξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ. ημέρα - ήμαρ). Στην αττική διάλεκτο η λ. έλαβε τη σημ. «ξίδι» και μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί υποχωρητικός σχηματισμός του ηδύς (πρβλ. ηδύνω «νοστιμίζω»).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αηδής, ευηδής, θυμηδής, μελιηδής, πολυηδής, φιληδής.