κατακάθομαι

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κατακάθημαι και κατακάθουμαι
1. κατέρχομαι λόγω του βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό
2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω
3. (για υγρά) κατασταλάζω
4. μτφ. καταλαγιάζω, ηρεμώ.