ανακόπτω

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀνακόπτω)
σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώ
αρχ.
1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω
2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση
3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + κόπτω.
ΠΑΡ. ανακοπή
νεοελλ.
ανακοπτικός].