(Α ἀνακόπτω)σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώαρχ.1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος).[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + κόπτω.ΠΑΡ. ανακοπήνεοελλ.ανακοπτικός].