κλάνω

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
κλάνω)
1. αφήνω πορδή, πέρδομαι
2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον
νεοελλ.
1. φρ. α) «κλάσε μας...»
(σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας
β) «τά 'κλασε» ή «τήν έκλασε» — φοβήθηκε
γ) «κώλος που κλάνει γιατρό δεν φοβάται» — η εξαγωγή τών αερίων του εσωτερικού του σώματος συντελεί στην υγεία και είναι δείγμα υγείας
2. παροιμ. α) «πέρσι έκλασε ο λαγός και φέτος μύρισε» — για γεγονότα που αναγγέλλονται πολύ μετά την τέλεσή τους
β) «έκλασε η νύφη και σχόλασε ο γάμος» — για ασήμαντο γεγονός που μεγαλοποιείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. ἔκλασα του κλῶ «σπάζω», κατά το σχήμα ἔχασα: χάνω].———————— (II)
κλάνω (Α)
βλ. κλάννω.