παράτα

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

η
1. στρατιωτική παράταξη ή παρέλαση, πομπή, πανηγυρισμός εορτής με τη συμμετοχή στρατιωτικού τμήματος
2. ειρων. θορυβώδης εμπαικτική παρέλαση για επιδοκιμασία ή συνήθως για αποδοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parata].