μαρμαρένιος
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Μ μαρμαρένιος -ια, -ιο και μαρμαρένος, -α, -ο) μάρμαρο
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος (α. «πάλεψαν σε μαρμαρένια αλώνια» β. «βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
μτφ.
1. άσπρος, κατάλευκος
2. σκληρός, ασυγκίνητος.