μαρμαρένιος

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Μ μαρμαρένιος -ια, -ιο και μαρμαρένος, -α, -ο) μάρμαρο
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος (α. «πάλεψαν σε μαρμαρένια αλώνια» β. «βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
μτφ.
1. άσπρος, κατάλευκος
2. σκληρός, ασυγκίνητος.