μελάμπους

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A blackfooted, ancient epith. of the Egyptians, Apollod.2.1.4, Eust.37.23: in Hom. only as pr. n., Blackfoot.

German (Pape)

[Seite 118] πουν, gen. ποδος, schwarzfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, ἀρχαῖον ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4˙ παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα.

Greek Monolingual

μελάμπους, -ουν (ΑM, Α και μελανόπους, -ουν)
αυτός που έχει μαύρα πόδια
2. συνεκδ. μαύρος, μελαψός
μσν.
(για τη νύχτα) σκοτεινός, ζοφερός, μαύρος
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μελάμποδες
προσωνυμία τών Αιγυπτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πούς, ποδός (πρβλ. Οιδί-πους, τετρά-πους)].