ανδρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, -ή, -όν)
1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος
2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος
αρχ.
1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες
2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ)
3. το ανδρικόν
ανδρεία, γενναιότητα.