ἀντικρούω

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A strike or clash against, come into collision,    1 in a physical sense, ὀλίγα . . τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Arist. Cael.313b2: abs., Id.PA642a36, al., cf. Pl. Lg. 857c; ἀσπὶς ἀσπίδι Lib.Decl.37.8.    2 in a general sense, αὐτοῖς . . τοῦτο ἀντεκεκρούκει had been a hindrance to them, had counteracted them, Th.6.46; ἀ. τοῖς λογισμοῖς J.AJ2.4.3; ἀ. ταῖς συμβουλίαις Plu.Ages.7; ἀ πρός τι Id.Cat.Ma.24: abs., prove a hindrance, offer resistance, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον' οἷον οὐκ ἔδει D.18.198; ἐαν ἀντικρούσῃ τις Arist. Rh.1379a12; ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Pol.1270a7.

German (Pape)

[Seite 253] (s. κρούω), 1) zurückstoßen, Plat. Legg. IX, 857 b; Arist. pol. 2, 6, 8. – 2) intrans., entgegen sein, πρός τι, διὰ τὸν ἀντικρούσαντα πρὸς τὴν δόξαν αὐτοῦ φθόνον Plut. Cat. mai. 24; ἀντεκεκρούκει αὐτοῖς, es war ihnen mißglückt Thuc. 6, 46; ἀντέκρουσέ τε καὶ γέγονεν οἱον οὐκ ἔδει Dem. 18, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικρούω: μέλλ. -σω, κρούω ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. πρός τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι κώλυμα, παρέχω ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ οἷον οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Πολυδ. Β΄, 9, 11.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντέκρουσα;
être un obstacle pour, dat. ou πρός et l’acc. : αὐτοῖς τοῦτο ἀντεκεκρούκει THC cela se trouvait avoir été pour eux une déception.
Étymologie: ἀντί, κρούω.

Spanish (DGE)

I c. suj. de cosa
1 chocar con c. dat. ὀλίγα γὰρ εἶναι (τὰ θερμά) τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Arist.Cael.313b2 (= Democr.A 62), ἀσπὶς ἀσπίδι Lib.Decl.37.8.
2 abs. ser obstáculo τι D.18.198, cf. Arist.PA 642a36.
II c. suj. de pers.
1 c. dat. resistir, obstaculizar, ofrecer resistencia c. dat. αὐτοῖς Th.6.46, τοῖς λογισμοῖς I.AI 2.47, ταῖς συμβουλίαις Plu.Ages.7
c. πρός y ac. πρὸς τὰς ἐπιθυμίας Arist.EE 1233b31, cf. Plu.Cat.Ma.24.
2 abs. oponerse Pl.Lg.857c (γυναῖκες) ἀντέκρουον (a la reforma de Licurgo), Arist.Pol.1270a7
replicar Plu.2.751b.

Greek Monolingual

ἀντικρούω)
νεοελλ.
1. αποκρούω, αντεπιτίθεμαι
2. ανατρέπω, ανασκευάζω επιχειρήματα
3. προβάλλω αντίρρηση
αρχ.
1. ωθώ προς τα πίσω
2. συγκρούομαι
3. είμαι εμπόδιο, αντενεργώ.