αποθηκάριος

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο αποθήκη
νεοελλ.
1. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για την εποπτεία, τη διαχείριση της αποθήκης
2. στρ. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη φύλαξη και διανομή στρατιωτικού υλικού ή τροφίμων στους οπλίτες.