ηγενική κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα δίθυρα μαλάκια, συνήθως εδώδιμα2. η κόγχη του Αγίου Βήματος των ναών3. κοιλότητα στον τοίχο.[ΕΤΥΜΟΛ. (α)χηβάδα < χημάδα < αρχ.-μσν. χήμη «αχηβάδα» — βλ. και λ. χηβάδα].