βραγιά

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που περιβάλλεται από αυλάκι για πότισμα, η πρασιά
2. ο αριθμός των φυτών που περιλαμβάνονται σε μια βραγιά
3. ποτιστικός κήπος, λαχανόκηπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. λατ.) bradia < (γερμ.) breit «ευρύς, φαρδύς»].