δούκας
Greek Monolingual
και δουξ, ο (θηλ. δούκισσα και δούκαινα και δουκέσσα) (AM δουξ
Μ και δούκας, θηλ. δούκισσα)
μσν.-νεοελλ. (στην Ευρώπη)
1. κληρονομικός ηγεμόνας μικρού ανεξάρτητου κράτους («δούκας του Λουξεμβούργου»)
2. ανώτατος τιτλούχος δεύτερος στη σειρά μετά τον πρίγκηπα
3. τίτλος μελών βασιλικής οικογένειας
4. (θηλ. δούκισσα) γυναίκα που ασκεί δουκικά καθήκοντα
5. (θηλ. δούκισσα, δούκαινα, δουκέσσα)
η σύζυγος του δούκα
μσν.
1. (στο Βυζάντιο) στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής θέματος
2. (στη φραγκοκρατία) αρμοστής ή γενικός διοικητής («δουξ της Κρήτης»)
αρχ.
(στους Ρωμαίους) αρχηγός στρατού που σταθμεύει σε επαρχία του κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. dux. Τα θηλ. δούκισσα < δούκας + (κατάλ.) -ισσα, δούκαινα < δούκας + (κατάλ.) -αινα και δουκέσσα < ιταλ. duchessa].