εκκενώνω

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐκκενῶ, -όω
Α και ἐκκεινῶ, -όω)
αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή»)
νεοελλ.
1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι
(«διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο»)
2. φρ. «εκκενώνω όπλο»
α) πυροβολώ
β) αφαιρώ τή γόμωσή του
αρχ.
1. αδειάζω, αφήνω έρημο («ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσεν»)
2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη, γυμνώνω
3. απομακρύνω κάτι για να το καθαρίσω.