ενέχυρο
Greek Monolingual
το (AM ἐνέχυρον)
αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης από το δάνειο, που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για εξασφάλιση του δανείου, κν. αμανάτι
νεοελλ.
(νομ.) εμπράγματο δικαίωμα που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του πάνω σε κινητό αντικείμενο που είναι δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην κατοχή του δανειστή του
μσν.
εγγύηση («ἐνέχυρα βίου, τουτέστι παῑδας», Αρμεν.)
αρχ.
1. αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε δέσμευση
2. στον πληθ. (για γυναικόπαιδα) όμηροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ἐν ἐχύρῳ (βλ. εχυρός)].