ἐξαπονέομαι

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

   A return out of, Il.16.252,20.212 (or ἐξ ἀ.).

German (Pape)

[Seite 871] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπονέομαι: παθ., ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ διῃρημένως, μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.

French (Bailly abrégé)

prés. inf. épq. ἐξαπονέεσθαι;
revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἀπονέομαι.

English (Autenrieth)

μάχης ἐξᾶπονέεσθαι, return out of the battle. (Il.) (ᾶ a necessity of the rhythm.)

Greek Monolingual

ἐξαπονέομαι (Α)
επικ. τ.
επιστρέφω, επανέρχομαι από κάπου («σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι» — δεν συγχώρησε να επιστρέψει σώος από τη μάχη, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-νέομαι «επιστρέφω»].