εξωθώ
Greek Monolingual
(AM ἐξωθῶ, -έω) ωθώ
1. ωθώ προς τα έξω, διώχνω βίαια
2. ωθώ κάποιον σε κάποια πράξη, παρακινώ («τον εξώθησε στο έγκλημα»)
αρχ.-μσν.
εξορίζω, εκτοπίζω
μσν.
1. αποτάσσω, καθαιρώ
2. παραμελώ
αρχ.
1. (για γιατρό) τραβώ προς τα έξω
2. μετατοπίζω
3. ερεθίζω, κεντώ («ἐξῶσαι γλώσσας ὀδύναν», Σοφ.)
4. (για πλοία) ρίχνω στην ξηρά
5. είμαι εκτεθειμένος στην επιβλαβή επίδραση κάποιου («ἐξωσθῆναι ἄν τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα», Θουκ.).