επιβήτορας

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (AM ἐπιβήτωρ) επιβαίνω
(για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο
2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία
νεοελλ.
1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για γονιμοποίηση τών θηλυκών λόγω της ράτσας του
2. (για άντρα) ειρων. αυτός που έχει υπερβολικά έντονη σεξουαλική ζωή ή εξυπηρετεί τις σεξουαλικές ανάγκες άλλων συνήθως επ' αμοιβή
αρχ.
1. αυτός που ανεβαίνει κάπου
2. εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά
3. ως επίθ. αυτός που αναπηδά, που ανατινάσσεται.