επισήμανση
Greek Monolingual
η (AM ἐπισήμανσις) επισημαίνω
νεοελλ.
1. σημάδεμα, μαρκάρισμα
2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός
3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης
4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία της θάλασσας
5. (πυροβ.) ο μετά τη σκόπευση καθορισμός της ακριβούς θέσεως και κλίσεως του πυροβόλου από τον σκοπευτή για να μπορεί να το επαναφέρει σε αυτές μετά την εκπυρσοκρότηση
μσν.
περίσκεψη, προσοχή
αρχ.
σημείο, σημάδι που έγινε πάνω σε κάτι.