επίχυση

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπίχυσις) επιχύνω
χύσιμο υγρού μέσα ή πάνω σε κάτι
αρχ.-μσν.
ασθένεια τών οφθαλμών
αρχ.
1. συρροήἐπίχυσις δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῑν πολιτῶν», Πλάτ.)
2. πρόποση («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῡντο», Πλούτ.)
3. επάλειψη, επίχριση
4. οινοχόη με στόμιο κατάλληλο για κέρασμα, για γέμισμα της φιάλης.