επιτηρώ

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐπιτηρῶ, -έω) τηρώ
νεοελλ.
επιβλέπω, εποπτεύω
μσν.
προσέχω, προστατεύω κάποιον
αρχ.-μσν.
1. παραμονεύω, καιροφυλακτώ
2. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ
αρχ.
1. επιθεωρώ, εποπτεύω, διοικώ
2. προσπαθώ ν’ ανακαλύψω κάτι («σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος» — προσπάθησε ν’ ανακαλύψεις το σφάλμα
Αριστοφ.).