θωράκιο
Greek Monolingual
το (ΑΜ θωράκιον)
1. μικρός θώρακας
2. εκκλ. χαμηλό μαρμάρινο χώρισμα μεταξύ του αγίου βήματος και του κυρίως ναού ή μεταξύ τών πλάγιων κλιτών και του μεσαίου κλίτους τών ναών κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο
νεοελλ.
1. προτείχισμα στο ύψος περίπου του στήθους το οποίο προφυλάσσει από πτώσεις, στηθαίο, παραπέτο
2. ναυτ. σανίδωμα ή μετάλλινος προφυλακτήρας που στερεώνεται στον λαιμό της στήλης του ιστού, κόφα
3. ναυτ. περιτοίχισμα πάνω από το κατάστρωμα πλοίου, παραπέτασμα
αρχ.
1. έπαλξη τείχους, αμυντικό προτείχισμα
2. προστέγασμα που χρησίμευε για την προφύλαξη αυτών που διεύθυναν την πολιορκητική μηχανή ή αυτών που επιχειρούσαν να κάψουν τις μηχανές τών εχθρών
3. πύργος στη ράχη τών ελεφάντων ή το ανώτατο μέρος του
4. ναυτ. αμυντική θέση στον ιστό απ' όπου ακόντιζαν οι ακονιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. θηρ-ίον, παιδ-ίον. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και μτφ. για να δηλώσει κάθε είδους προστατευτικό προτείχισμα ή κιγκλίδωμα].