Κάβειροι
English (LSJ)
[ᾰ], οἱ,
A the Cabeiri, divinities worshipped especially in Lemnos, Samothrace, and Boeotia, Pi.Fr.74bSchr., Hdt.2.51, 3.37, Str.10.3.15, etc.; at Miletus, Nic.Dam.52J., Milet. (v. infr.), BCH1.288; title of play by Aeschylus, Ath.10.428f, Sch.Pi.P.4.303: sg., Κάβειρος Pi. l.c.; freq. in Boeotian Inscrr. (written -βιρ-), IG7.2457, al., cf. AP6.245 (Diod.), Q.S.1.267: Καβειρίδες Νύμφαι, and Καβειρώ, ἡ, the sisters and mother of the Cabeiri, Acus.20J., Pherecyd. 48 J.:—Adj. Καβειρικός, ή, όν, fem. Καβειριάς, άδος, Cabeiric, St. Byz.:—also Καβειραῖος, α, ον, Id., Paus.9.25.8: Καβειρία, ἡ, epith. of Demeter at Κάβειροι, Id.9.25.5 codd.: Καβείριον, τό, sanctuary of the C., Id.9.26.2; more correctly Καβείρ[ε]ιον IG11(2).144A90 (Delos, iv B.C.): Καβείρια, τά, their mysteries, Inscr.Perg.252, Hsch.:—hence Καβειριάζομαι, celebrate these mysteries, St.Byz.: Καβῑριάρχας, ὁ, IG7.2428 (Boeot.): Καβειριαρχίω ( -έω), ib.2420. (The spelling -βειρ- is correct, ib.11(2).l.c., Hdn.Gr.2.411: the form -βιρ- is Boeot. (v. supr.) and late Gr., Milet.6.26 (i A.D.), Alexio and Philox. ap. Et.Gud.289.30.) (The connexion with the Semitic root KBR 'great' (cf. the title Μεγάλοι Θεοί) is not certain; nor is that with Skt. Kúbera- (name of a divinity), fr. *Kabera-, cf. Patron. Kāberaká-.)
Greek (Liddell-Scott)
Κάβειροι: οἱ, μυστηριώδεις δευτερεύουσαι θεότητες λατρευόμεναι ὑπὸ τῶν Πελασγῶν ἐν Λήμνῳ καὶ Σαμοθράκῃ, ὁπόθεν τὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα μυστήρια διεδόθησαν καθ’ ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα· οὗτοι ἐθεωροῦντο ὡς βραχεῖς τὸ ἀνάστημα μετὰ μεγάλων γεννητικῶν μορίων καὶ ἐκαλοῦντο υἱοὶ τοῦ Ἡφαίστου ὡς κατέχοντες τὴν τέχνην τοῦ ἐργάζεσθαι τὰ μέταλλα, Ἡρόδ. 2. 51., 3. 37, Στράβ. 470, κἑξ. Ἡ ἀρχὴ καὶ πρόοδος τῆς Καβειρικῆς λατρείας ἐξητάσθη ὑπὸ τοῦ Λοβεκκίου ἐν Ἀγλαοφ. σ. 1202 κἑξ., Welcker ἐν Αἰσχύλ. Τριλογίᾳ. - Καβειρίδες, αἱ, καὶ Καβειρώ, ἡ, αἱ ἀδελφαὶ καὶ ἡ μήτηρ τῶν Καβείρων, μνημονεύονται ὑπὸ Στράβ. 472. - Στέφ. ὁ Βυζ. ἀναφέρει τοὺς ἐπιθ. τύπους Καβειραῖος, α, ον, (ὡσαύτως παρὰ Παυσ. 9. 25, 5-7), Καβειρικός, ή, όν, θηλ. Καβειριάς, άδος· ὡσαύτως τὸ ἀποθ. Καβειριάζομαι, τελῶ τὰ Καβειρικὰ μυστήρια: - ὡσαύτως Καβειρεῖται, οἱ, Παυσ. 9. 25, 8· - Καβείρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 9. 26, 2· Καβείρια, τά, τὰ μυστήρια αὐτῶν, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
Cabires, n. de trois, ou, sel. d’autres, quatre fils d’Héphaïstos, honorés à Samothrace, Lemnos et Imbros.
Greek Monolingual
Κάβειροι, οἱ (Α)
1. μυστηριώδεις δευτερεύουσες θεότητες που λατρεύονταν από τους Πελασγούς στη Λήμνο, στη Σαμοθράκη, στη Μίλητο και στη Βοιωτία («ὅστις δὲ τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται», Ηρόδ.)
2. τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. μικρασιατικής προελεύσεως. Η σύνδεση της λ. με αρχ. ινδ. Kubera- «κύριος τών πνευμάτων του σκότους» είναι αβέβαιη.
ΠΑΡ. αρχ. καβειραίος, Καβειρίδες, καβειρικός, καβείριος, Καβειρώ].