κατάψυξη
Greek Monolingual
η (Α κατάψυξις)
νεοελλ.
1. μεγάλη ψύξη, πάγωμα
2. διαμέρισμα του ψυκτικού μηχανήματος ή ειδικός θάλαμος όπου πραγματοποιείται μεγάλη ψύξη για τη συντήρηση τροφίμων
3. μέθοδος διατήρησης τροφίμων ή βιολογικών ιστών με την υποβολή και διατήρησή τους σε χαμηλή θερμοκρασία
αρχ.
1. ψύχρανση, κρύωμα, ψύξη
2. κώνειο.