κηπεύω

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

   A rear in a garden, λάχανα, σῖτον, Luc.VH1.34, Herm.in Phdr.p.202 A.:—Pass., Dsc.3.43; τὰ κηπευόμενα garden plants, Arist.PA668a18, Thphr.HP7.1.1, Gal.6.542; Ἠριδανὸς ὕδασι κ. κόρας, i.e. the Phaethontids, who became poplars, Eub.67.6: metaph., tend, cherish, βόστρυχον E.Tr.1175.    II cultivate like a garden, Thphr. CP4.6.7 (Pass.), Hld.9.4 (Pass.): metaph., vivify, freshen, Αἰδὼς κ. δρόσοις [τὸν λειμῶνα] E.Hipp.78; ὁπόσα ὁ ποταμὸς κ. Philostr.VA2.26.

German (Pape)

[Seite 1432] im Garten Bäume ziehen, Philostr.; pass., Theophr.; τὰ κηπευόμενα, Gartengewächse, Arist. gen. an. 3, 5. – Adj. verb. κηπευτός, im Garten gebau't, Diosc. – Uebertr., pflegen; βόστρυχον Eur. Troad. 1175; αἰδὼς ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις Hipp. 78; Eubul. bei Ath. XIII, 568 e.

Greek (Liddell-Scott)

κηπεύω: καλλιεργῶ ἐν κήπῳ, φυτά, λάχανα, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34, Γαλην.· τὰ κηπευόμενα, τὰ ἐν κήποις καλλιεργούμενα καὶ φυόμενα φυτά, ἥμερα φυτὰ (πρβλ. κηπαῖος), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 9, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 1, κτλ.· Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας, τὰς τοῦ Φαέθοντος θυγατέρας, αἵτινες μετεβλήθησαν εἰς αἰγείρους, Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 6· μεταφ., ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, βόστρυχον Εὐρ. Τρῳ. 1175. ΙΙ. καλλιεργῶ ὡς κῆπον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 6, 7, Ἡλιόδ. 9. 4· μεταφ., ζωοποιῶ, ζωογονῶ, Αἰδὼς κ. δρόσοις τὸν λειμῶνα Εὐρ. Ἱππ. 78.

French (Bailly abrégé)

1 cultiver dans un jardin;
2 cultiver (un terrain) en jardin.
Étymologie: κῆπος.

Greek Monolingual

(ΑΜ κηπεύω) κήπος
καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ' ἐκήπευσ' ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ' ἔδωκεν», Ευρ.)
2. μτφ. ζωοποιώ, ζωογονώ («αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις», Ευρ.)
3. τὰ κηπευόμενα
τα φυτά που καλλιεργούνται σε κήπους.