κοπτήρας

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο κόπτω
1. όργανο που χρησιμοποιείται για κοπή
2. αμβλεία λεπίδα από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται ως μαχαίρι για το κόψιμο φύλλων χαρτιού ή βιβλίου, χαρτοκόπτης
3. στον πληθ. οι κοπτήρες
τα μπροστινά δόντια σε κάθε ημιμόριο τών δύο γνάθων με τα οποία κόβονται οι τροφές, οι τομείς.