λιμνοδίαιτος

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
λιμνόβιος, λιμναίος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο-δίαιτος, υδρο-δίαιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα].