λιμνοδίαιτος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
-η, -ο
λιμνόβιος, λιμναίος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος, υδροδίαιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα].