οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
-η, -ολιμνόβιος, λιμναίος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος, υδροδίαιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα].