μηλοδόκος

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A sheep-receiving, i.e. in sacrifice, Πυθών Pi.P.3.27.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe empfangend als Opfer, Pind. P. 3, 27, Πυθών.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος πρόβατα, π.χ. εἰς θυσίαν, ἐπὶ τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 48, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 228.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, δέκομαι.

English (Slater)

μηλοδόκος, -ον
   1 receiving sheep (for sacrifice) ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι (P. 3.27)

Greek Monolingual

μηλοδόκος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα τών Δελφών) αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο-δόκος, ξενο-δόκος.