νύξη

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ νύξις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος) νύσσω
κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, κεντιά, τσίμπημα
νεοελλ.
1. επιφανειακή λύση της συνέχειας του δέρματος, όπως αυτή που γίνεται κατά τον δαμαλισμό
2. (στην οπλομαχητική) το χτύπημα που δίνεται με την αιχμή ξίφους ή σπαθιού, σε αντιδιαστολή προς την καταφορά, που δίνεται με την κόψη
3. σύντομη αναφορά σε κάποιο ζήτημα χωρίς λεπτομερειακή ανάλυση (α. «μού έκανε μια νύξη για την αύξηση» β. «νύξεις διά περαιτέρω σκέψεις»)
4. υπαινιγμός, υπονοούμενο («δεν κατάλαβε κανένας τη νύξη που έκανε για τον κλέφτη»)
αρχ.
1. δάγκωμανύξις σκορπίου θαλασσίου», Διόσκ.)
2. ψαύση, επαφή.