παραδιατριβή

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

German (Pape)

[Seite 476] ἡ, unnütze Beschäftigung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παραδιατρῐβή: ἡ, ἀνωφελής, ματαία συζήτησις, ἴδε διαπαρατριβή.

English (Strong)

from a compound of παρά and διατρίβω; misemployment, i.e. meddlesomeness: perverse disputing.

English (Thayer)

παραδιατριβης, ἡ, useless occupation, empty business, misemployment (see παρά, IV:2): (cf. Winer s Grammar, 102 (96)), see διαπαρατριβή. Not found elsewhere; (cf. παραδιατυπόω in Justinian (in Koumanoudes, Λεξεις ἀθησαυρος, under the word)).

Greek Monolingual

ή, Α
ανώφελη συζήτηση ή μάταιη ασχολία («παραδιατριβαί διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῡν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- διατριβή (< διατρίβω)].